- φιλυπόστροφος
- -ον, Α1. αυτός που τού αρέσει να επιστρέφει, να επανέρχεται2. (για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ὑπόστροφος «αυτός που γυρίζει πίσω, που επανέρχεται»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλυπόστροφος — apt to return masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυπόστροφον — φιλυπόστροφος apt to return masc/fem acc sg φιλυπόστροφος apt to return neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυποστροφώτερα — φιλυπόστροφος apt to return neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυποστρόφοις — φιλυπόστροφος apt to return masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυποστρόφου — φιλυπόστροφος apt to return masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυποστρόφων — φιλυπόστροφος apt to return masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυπόστροφα — φιλυπόστροφος apt to return neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυπόστροφοι — φιλυπόστροφος apt to return masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυποστροφώδης — ῶδες, Α [φιλυπόστροφος] φιλυπόστροφος* … Dictionary of Greek
φιλυποστροφώ — έω, Μ [φιλυπόστροφος] (για νόσο) υποτροπιάζω … Dictionary of Greek